Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2013

ΜΑΥΡΟ ΦΩΣ



Τὸ παρὸν ἄρθρο ἔχει γραφτεῖ καὶ δημοσιευθεῖ γιὰ ψυχαγωγικοὺς σκοποὺς καὶ ὁ συγγραφέας δὲν εὐθύνεται γιὰ τυχούσες ἐφαρμογὲς τῶν γραφομένων στὴν ζωή.

Ἐπρόκειτο διὰ μίαν μικρὴν πολυκατοικίαν μὲ μονὰχα τρία κλειστοφοβικὰ δωμάτια τὰ ὁποῖα εἶχον ὁνομασθῆ συμβατικῶς «διαμερίσματα». Οἱ πόρτες ἔτριζον λόγω τῆς ἀκατασχέτου ὑγρασίας. Ἕνας μελοδραματικὸς μῦθος ἐξ αὑτῶν ποὺ οἱ χυσοξεχειλίζουσες πουτάνες ἤκουον καὶ δάκρυζαν ἐν εἴδει μητρικῆς στοργῆς ἤλεγε ὅτι ἕνα κορίτσι κάποτε εἶχεν πέσει εἰς τὴν ἄχρωμη, αναβλύζουσα μαῦρο φῶς, ποντικοφωλιά ποὺ ἀποκαλοῦσαν «φωταγωγό». Ὅταν τὴν εὑρήκασιν, ὁ μαυροκίτρινος καὶ ψωλοβόρος λαβύρινθος ἁπὸ σπλάχνα καὶ ἔντερα ποὺ ἔκρυβεν εἰς τὸ λάγνο, ὑποψήφιο ΑΛΕΞΙΨΩΛΙΚΟ, παιδικό της σῶμα εἶχεν γίνη ἡ τωρινὴ κατοικία τῶν ἐν λόγω ποντικιῶν, ἅν καὶ ἡ πεῖνα τους τοὺς εἶχεν ἀναγκάσει νὰ μὴν κρατήσουν ἀρτιμελεῖς ὅλες του τὶς προεκτάσεις.



Μία κίτρινη χαραμάδα εἰσέβαλλε βιαίως εἰς τὸ διαμέρισμα τοῦ δευτέρου ὁρόφου ὅπου διέμενεν ὁ γνωστὸς εἰκοσιπεντάχρονος drug dealer τῆς γειτονιᾶς, ἀλλὰ δὲν ἧτον ὁ ἥλιος ποὺ τὴν ἐδημιουργοῦσε, μὰ τὰ φῶτα τῆς πόλεως ποὺ ἔλαμπον βλασφημικῶς κάτωθεν τοῦ φεγγαριοῦ. Ἕνα ἀκαθόριστο μεῖγμα κοκαΐνης καὶ ἀλκοὸλ κυλοῦσε εἰς τὶς φλέβες τοῦ νέου, ὁ ὁποῖος ἐσκεπτόταν χιλιάδες τρόπους διὰ νὰ προσελκύση τοὺς γαμημένους καὶ πρεζοφαγωμένους ἐραστὲς τοῦ ἐμπορεύματός του. Αἴφνης, ἡ σκέψις του ἐπικεντρώθη στὸ κορίτσι ποὺ σουλάτσαρε καυλωτικῶς στὸ σπίτι του μὲ τὸ μικρό της κιλοτάκι πού, ὡς ἅν ΜΟΥΝΟΧΙΟΠΑΜΠΕΡ, ἀγκάλιαζε τὸ λεῖο καὶ μεταξένιο της κωλαράκι, ἀφιὲν κρυμμένη μόνο τὴν σκούρα καὶ χρυσοποίκιλτη κωλότρυπα, βαθιὰ εἰς τὰ κωλομέρια.



«Αὑτὸ δὲν εἶναι μουνί,» εἶπεν ὁ νέος, «εἷναι κινούμενη καυλώστρα. Ὅμως δὲ παίζει νὰ μοῦ κάτση νὰ τὸ σφυρηλατήσω μὲ τὸ ὑπεράνθρωπο, σαρκικό μου πριόνι μέχρι νὰ ξεράση τὴ μήτρα της ἁπ’ τὸ σμπρώγκζιμο. Δὲ μὲ σκέφτεται κὰν τοιουτοτρόπως. Δὲν ἔχει προσέξει ὅτι κάτι σκληραίνει στὴ ψωλοφωλιά μου καθῶς τὴν ἀκουμπῶ. Καὶ ἡ μήτρα της θᾶναι τὸ φωτεινότερο τσαμπὶ μεθυστικῶν σταφυλιῶν. Δὲν θὰ μυρίζη ὡραία. Τὰ σωθικὰ πάντα βρωμᾶνε. Ἀλλὰ θὰ μὲ καυλώση ἀπαραμίλλως, ἁπλῶς γιατὶ θὰ ξεύρω ὅτι ἀνήκει σὲ αὐτήν.»



Βυθισμένος εἰς τὴν φλόγαν τοῦ μεθυσιοῦ του, ἐσηκώθη καὶ τὴν ἄρπαξε λυσσαλέως. Ἠνάγκασε τὰ ἀπαλὰ καὶ ροδαλὰ μουνόχειλά της νὰ τριφτοῦν στὸ παντελόνι του, σκεπτόμενος τὸν λασποειδῆ χυσολύθρο της, τοῦ ὁποίου τὸ σκέπασμα ἐρπότον ἐπὶ τῶν ποδιῶν του. Τῆς ἔσφιξε τὸ κωλομέρι εἰς τὴν χούφτα του, ὡς ἅν κατεργασμένη πλαστελίνη ἕτοιμη νὰ πάρη τὸ σχῆμα ποὺ ἑκεῖνος θὰ ὥριζε, καὶ τὰ δάχτυλά του, αὐτομάτως, γλιστροῦσαν ἐπὶ τοῦ ἐσωτερικοῦ τοιχώματος τοῦ εὔθραυστου καὶ μαλακοῦ της μάγουλου. Ἡ μικρή της παρθενικὴ κωλότρυπα ἦτο γλιστερή, ὡς ἅν νὰ ἔσταζεν μέλι παρόμοιον αὐτοῦ ποὺ ἔβγαινεν ἁπ’ τὸ μικροσκοπικό της καὶ διακριτικὸ στόμα. Ἐκεῖνος ἔνοιωθε τὴν ζεστήν της ἀνάσα νὰ βιάζη τὰ χείλια του, καθῶς αὐτὴ γελοῦσε, ἐρωτοῦσα ποιὸς ἧτον ὁ λόγος διὰ τὸν ὁποῖον ἔπαιζον αὐτὸ τὸ παιχνίδι.



Ψωλόχια ἔσταζον εἰς τὸ μποξεράκι τοῦ νέου. Καμμία γκόμενα δὲν ἧτο τόσο ἀθῶα. Ὅλες ἐγνώριζον πῶς νὰ τὸν καυλώσουν ἐπιδεικνύουσες τὸν παφλάζοντα κῶλο τους. Εὐθὺς ἀμέσως, τῆς ἔβγαλεν κάθε ροῦχο μὲ μονάχα δύο κινήσεις καὶ τὴν ἐξάπλωσεν ἐπιτραπεζίως. Τὸ ἄσπιλο δέρμα της ἐσύρθη ἐπὶ τοῦ ξύλου. Δὲν τῆς φαινόταν πλέον ἀστεῖο, δὲν γελοῦσε, μὰ ἤρχισεν νὰ κλαίη ἀμέσως ὅταν ἡ γυμνὴ της πλάτη ἦρθεν εἰς ἐπαφὴν μὲ τὸ ἀντικείμενον. Μὰ τὰ δάχτυλα τοῦ νέου γλιστροῦσαν βιαίως ἔξωθεν τῆς κωλότρυπάς της, ποὺ εἶχεν φτύσει καυλόχιες κεκλεισμένη εἰς τὸ ὑφασμάτινο μουνοσάκουλο.



«Φοβᾶμαι,» τσίριξε τὸ κινούμενο μουνί, μὲ ἕναν ἄναρθρο λυγμό ποὺ διεδέχθη τὸ σχεδὸν μωρουδίστικο κλάμα της. Κεκαυλωμένος, ὁ νέος ἔσπρωξεν τὸν δείκτην του βαθύτερα ἐντὸς τῆς κωλήθρας της, ὡς ἅν νὰ ἔμπηγε τὰ νύχια του εἰς πλαστικὴν σακούλα καὶ τὴν ἔσκιζεν, μὰ ὁ κῶλος τοῦ μουνοφόρου ἀντικειμένου ἀντέδρασε ξερνῶν πορφυρὸν καυλωτικὸν ὑγρόν, ἁντὶ νὰ παραμερισθοῦν τὰ τοιχώματα καὶ νὰ ἀλλάξουν σχῆμα. Συντόμως, τὸ γλιστερὸ αὑτὸ ρυάκι, ἀγκάλιασε τὰ ἀρχίδια τοῦ νέου, ποὺ εἶχον παρόμοιο μέγεθος μὲ ὁλόκληρες τὶς παλάμες τῆς ξεκωλιάρας πουτσοκαταπιόλας, οἱ ὁποίες ἀκουμποῦσαν εὐγενικῶς τὰ πόδια του, καθῶς ἐκείνη προσπαθοῦσε νὰ τὸν σπρώξη μακριά, ὅπως ἔκαναν τὰ μουνόχειλά της περικυκλώνοντα τὴν ψώλα του.



Μία λίμνη αἵματος ἔβαφε τὰ ταλαντευόμενα κωλομέρια της, καθῶς αὑτὰ βάραγαν κωλοπαλαμάκια καὶ πλατάγιαζαν ἐπὶ τῆς ψωλοπεριφέρειάς του, ποὺ ἔμοιαζεν νὰ τῆς μαστιγώνη τὰ πόδια μὲ μανία. Τὸ δάχτυλό του μπαινόβγαινε ὑστερικῶς μέσα της, ὁμοίως μὲ τὴν ἀσπαίρουσα, πελώρια διὰ αὐτὴν ψωλή του.



«Συγνώμη!!!» τσίριξε τὸ ἐν σφαδαστικοῦ πόνου εὑρισκόμενο κορίτσι, καὶ συνέχισε νὰ κλαίη σπαρακτικῶς. Αἴφνης, ὁ νέος ἔνοιωσε κάτι νὰ τὸν κόβη στὸ πόδι. Ἧτο τὸ ἱταλικό του στιλέτο. Ἀμέσως, ἡ σκέψις του βούτηξε εἰς τὴν στίλβουσας σκότους ἰδέα νὰ νοιώση ὅττι τῆς ἔδινεν ζωὴν μὲ τὰ χέρια του, τὸ στόμα του... Ἤθελεν νὰ ἀκουμπήση ὁτιδήποτε δικό της, ἐντὸς καὶ ἐκτός τοῦ σώματός της. Ἡ μουνήθρα της μάτωνε ὡς ἅν νὰ ἧτον ἥδη ἐσφαγμένη, κατακρεουργημένη.



«Βούλωσ’το, γαμημένο μου ψωλόσπερμα!» οὔρλιαξε ἐκεῖνος καθῶς ἔχυνεν, καὶ ἡ χείρ του ἔπεσεν ἐπὶ τῆς κοιλιᾶς της, μὲ προέκτασίν της τὴν λεπίδα τοῦ στιλέτου. Μία ξαφνικὴ κατανυκτικὴ σιωπὴ τριῶν δευτερολέπτων διέκοψε τὸ σπαραχτικόν της κλάμα, ὑγραμένη ἡδονικῶς ἁπὸ τὰ δάκρυά της. Τὸ μαχαῖρι τῆς ἔσκισεν ὁριζοντίως τὸ μουνοκοῖλι, εἰς τὸ ὁποῖον διακρινόταν τὸ ψωλοκέφαλό του ποὺ εἶχεν σκίσει μὲ τὴν σειρά του τὴν μήτρα της καὶ ἀγκαλιαζόταν ἁπ’ τὰ ἔντερά της, καὶ ἕνα μεῖγμα αἵματος, ψωλοχιών καὶ γκριζοπράσινων κομματιῶν σπλάχνων ἤρχισεν νὰ πετάγεται τριγύρω, νὰ σέρνεται ἐπὶ τοῦ τραπεζιοῦ καὶ νὰ βουτᾶ μέσα σὲ λίμνες ποὺ τὸ ἰδίον εἶχεν δημιουργήσει. Τὸ κομματιασμένο καὶ λασποειδὲς ἔντερό της κρεμόταν ἁπὸ τὴν πληγή, καὶ ἐκεῖνος ἤρχισεν νὰ τὸ χουφτώνη καὶ νὰ τὸ πιπώνη μὲ μανία, ἑνῶ ἡ χυσαντλία του ἀνέμιζεν ἀτάκτως. Ὄντως, βρώμαγε ὡς ἅν σάπιον σαρκικὸν ἀπόβλητον, μὰ τοῦ ἤρεσεν, γιατὶ ἧτον ἰδικό της.



Καθῶς τσιμπούκωνε τὸ ἔντερό της καὶ τὸ ἔνοιωθεν νὰ συσπᾶται καὶ νὰ σπαρταρᾶ σπασμωδικῶς, ἤκουσεν ξανὰ τὴν φωνή της: «Μπαμπά, γιατὶ σκοτεινιάζει;» Καὶ ἡ μάζα σπερμάτων, λασποεντέρων καὶ ἱστῶν δέρματος ποὺ κάποτε ἧτον ἡ πεντάχρονη κόρη του, εἷδεν τὰ φῶτα τῆς πόλεως ποὺ γάμαγαν τὶς χαραμάδες τοῦ παραθύρου νὰ σβήνουν, καθῶς σταματοῦσε νὰ κουνιέται καὶ νὰ σπαρταρᾶ, ἁφίεῖσα μία δακρύβρεχτην καὶ δυνατὴν ἀνάσα.



Ἐκεῖνος ἐπέταξεν τὸ ἀπομεινάρι τοῦ πουτανοεντέρου της ἐπί τοῦ τραπεζιοῦ, ὡς ἅν νὰ βουρδούλιασε τὴν ἐπιφάνειάν του. Ἡ μαυροκίτρινη καὶ γκριζινοπράσινη αἴγλη του μαστίγωσε σαδιστικῶς τὸ ξύλο καὶ ἄδειασε μαινόμενο τὸ ὑγροειδὲς περιεχόμενόν του ἐπάνω του. Ἑνῶ οἱ ἀκτίνες τοῦ φωτὸς τοῦ ἔλουζαν τὸ διακριτικὸν πρόσωπον, ἐκεῖνος συνέχισε τὸ οὑίσκι του εὐχαριστημένος, προετοιμάζων τὸν ἑαυτόν του διὰ νὰ θάψη τὸ πτῶμα ὡς τε μετὰ ὅλοι νὰ πιστέψουν ὅτι λυπᾶται καὶ ὁ ἵδιος διὰ τὴν ἐξαφάνισιν τῆς σαρκικῆς μάζας τῶν ψωλοχιῶν του.




4 σχόλια:

  1. Σε αυτό σε παραδέχομαι. Νόμιζα ότι δεν θα ξανάγραφες άρθρα σαν το θανάσιμη καύλα και το σκιές θανάτου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. να σαπίσεις στο τρελάδικο αηδιαστική ανωμαλάρα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. συγχαρητηρια για το εξαιρετο κειμενο ορθο.αντε και το επομενο mom and son

    ΑπάντησηΔιαγραφή